Ζούσε κάποτε ένα ζευγάρι που αγαπιόταν πολύ. Ο άνδρας λάτρευε τη γυναίκα του και της το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Εκείνη ήταν πανέμορφη, ευαίσθητη, όμως πολύ φιλάσθενη.
Ξέσπασε… πόλεμος και ο άνδρας χρειάστηκε να πάει να πολεμήσει. Πέρασε πολλές δυσκολίες και παραλίγο να χάσει και τη ζωή του ακόμα. Παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να γυρίσει πίσω στην γυναίκα του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η ώρα που θα την ξανάβλεπε και θα την ξανάσφιγγε στην αγκαλιά του. Η σκέψη αυτή του έδινε δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσει να παλεύει για τη ζωή του.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, γεμάτος ανυπομονησία ξεκίνησε για το σπιτικό του. Στον δρόμο συνάντησε έναν οικογενειακό φίλο.
“Συλλυπητήρια” του είπε.
“Για ποιό πράγμα;” ρώτησε ο άνδρας.
“Για τη συμφορά που σας βρήκε” είπε ο φίλος του.
“Ποιά συμφορά;”
“Δεν τα έμαθες; Η γυναίκα σου κόλλησε μια μολυσματική αρρώστια και έχει παραμορφωθεί το πρόσωπο της.”
Ο άνδρας κάθισε στην μέση του δρόμο και έκλαψε για πολλή ώρα. Συνέχισε το δρόμο του και κατά το απόγευμα έφτασε στο σπίτι του.
Η γυναίκα του κατάλαβε ότι είχε χάσει το φως του στον πόλεμο. Παρόλα αυτά τον αγκάλιασε με την ίδια αγάπη και ζήσανε μαζί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Η γυναίκα του πέθανε ένα πρωί και εκείνος, αφού της έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τα δικά του.
Για δεκαπέντε χρόνια προσποιήθηκε ότι ήταν τυφλός για να μην την πληγώσει…
Υ.Γ. Η πραγματική αγάπη ίσως τελικά να είναι τυφλή και όπως έλεγε και ο γέροντας Παΐσιος ίσως τελικά να είναι και άσχημη.