O Gregory Johnson, ένας αξιωματικός της Park Police των Ηνωμένων Πολιτειών, κάνει περιπολίες στα κελιά του λεγόμενου ‘Βράχου‘ και του ‘Νησιού του Διαβόλου‘ της Αμερικής.
Φύλακες ασφαλείας αναφέρουν ανατριχιαστικούς θορύβους και την αίσθηση ύπαρξης κάτι του ανεξήγητου στην – από καιρό κλειστή φυλακή: Το νησί του Αλκατράζ είναι μια τουριστική ατραξιόν που το διαχειρίζεται το National Park Service. Η πρώην φυλακή στον Κόλπο του San Francisco έχει θεωρηθεί αρκετές φορές ως στοιχειωμένη από τους αξιωματικούς της τοπικής αστυνομίας που φροντίζουν για την ασφάλεια.
Νησί του Αλκατράζ, Καλιφόρνια: Κάθε μέρα μετά την δύση του ηλίου κι ενώ το τελευταίο ferry boat αποχωρεί από αυτό το ερημωμένο κι ανεμοδαρμένο νησί, μόνο ένας άνθρωπος μένει πίσω. Είναι ο νυχτερινός φύλακας του Αλκατράζ.
Υπό το φως του φακού του, ο Gregory Johnson κάνει εξονυχιστικό έλεγχο στην σκοτεινή πτέρυγα της πρώην φυλακής που κάποτε ήταν ο τόπος που φιλοξενούσε τους πιο μοχθηρούς δολοφόνους και ψυχωτικούς εγκληματίες της χώρας.
«Τι θόρυβος είναι αυτός;» ρωτάει, ρίχνοντας φως σε μια μισάνοιχτη πόρτα ενός κελιού απομόνωσης. Κοντοστέκεται κι ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους μπροστά σε ένα ακόμη ανεξήγητο φαινόμενο του Αλκατράζ. Αναφέρει ψιθυριστά: «Φίλε, δεν θα μπορούσα να είμαι εδώ τη νύχτα χωρίς το όπλο μου».
Μέχρι την στιγμή που το πρώτο ferry boat καταφτάνει με την αυγή, ο αξιωματικός της U.S. Park Police περνάει τη νύχτα με τεταμένα νεύρα και φαντασία που καλπάζει, κάνοντας περιπολία στο μέρος που κάποτε ήταν γνωστό ως το Νησί του Διαβόλου της Αμερικής.
Ορδές απελπισμένων ανδρών
Στο πέρασμα των χρόνων, το Αλκατράζ ήταν η εφιαλτική τελική κατάληξη για 1576 δολοφόνους, γκάνγκστερ κι επικηρυγμένους εγκληματίες από το Κράτος. Γνωστό ως «Ο Βράχος», το νησί με έκταση 12 εκτάρια ήταν διαβόητο για τα φρικτά κελιά και την αυστηρή πειθαρχία που πολλές φορές απαιτούσε απόλυτη ησυχία. Ύστερα από αρκετές δεκαετίες λειτουργίας, η φυλακή έκλεισε στις 21 Μαρτίου του 1963 με τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Frank Weatherman ο οποίος ανέφερε: «Η φυλακή του Αλκατράζ ποτέ δεν ήταν καλή για κανένα» ενώ ό,τι απέμεινε είναι ο αριθμός των απεγνωσμένων ανθρώπων που κάποτε φυλακίστηκαν εκεί.
«Δεν πιστεύω στα φαντάσματα καθαυτά», είπε ο 38χρονος Johnson. Κρατώντας μια αρμαθιά κλειδιά κάνει τη νυχτερινή του περίπολο στον γύρο του νησιού. Διασχίζει τον διάδρομο με τα κελιά στα οποία έζησαν κάποτε ο ληστής και γκάνγκστερ Arthur «Doc» Barker κι ο απαγωγέας Alvin Karpavicz, γνωστός ως «ο ανατριχιαστικός Karpis», ο τέως νούμερο 1 δημόσιος κίνδυνος.
Ελέγχει την ιατρική πτέρυγα στην οποία ο Robert Stroud, «ο άνθρωπος πουλί του Αλκατράζ» πέρασε 17 χρόνια. Κρυφοκοιτάζει μέσα στον χώρο με τα πλυντήρια όπου ο γκάνγκστερ Alphonse Capone, γνωστός ως «ο Σημαδεμένος», προσπάθησε να διαφύγει σπρώχνοντας τους καθαριστές. Περιπολεί το γραφείο των διοικητών της φυλακής που είχαν ψευδώνυμα όπως «Αλμυρό νερό, Γύφτος, Cowboy κι υποσχόμενος Paul».
Κατά καιρούς, του φαίνεται ότι η παλιά φυλακή παίζει παιχνίδια με το μυαλό του. Μια νύχτα, την στιγμή που ηχούσε το κουδούνισμα του πλοιαρίου και το προειδοποιητικό κουδούνι για την ομίχλη, ορκίζεται πως άκουσε κάποια ποτήρια να χτυπάνε μεταξύ τους, όπως γίνεται σε μια πρόποση. Ακούει τα ποντίκια να διασχίζουν τα πατώματα των διαδρόμων και τον αέρα να ουρλιάζει και που πολλές φορές ακούγεται σαν ένα τρανταχτό γέλιο.
Όπως αναφέρει: «Αυτό το μέρος είναι εφιαλτικό όταν πέφτει το σκοτάδι. Μπορεί να κάνει τις τρίχες σου να σηκωθούν όρθιες.»
Βίαια παιχνίδια μυαλού
Για πολλά χρόνια οι υπάλληλοι της εταιρίας των ferry boat αναλάμβαναν τη νυχτερινή βάρδια στο νησί όμως από το προηγούμενο φθινόπωρο που το National Park Service ανέλαβε την διαχείριση του Αλκατράζ άλλαξαν οι παρεχόμενες υπηρεσίες των εταιριών ferry boat κι ανέλαβαν την φύλαξη οι αστυνομικοί, έως ότου κάποιος καινούριος εργολάβος αρχίσει τις εργασίες. Οι αξιωματικοί παρακολουθούν και τις αποβάθρες των ferry boat και παράλληλα έχουν κι ομοσπονδιακές αρμοδιότητες, όντας σε εγρήγορση για ταραχοποιούς και διαδηλωτές. Οι Ινδιάνοι της Αμερικής, πολεμώντας για τα πολιτικά τους δικαιώματα μια φορά, είχαν καταλάβει το Αλκατράζ για 19 μήνες από το Νοέμβριο του 1969.
Ο Johnson αρχικά αρνούμενος να εκτελέσει τα καθήκοντα του μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς, ανέφερε: «Μου αρέσει να τρομάζω αλλά όχι να τρομάζω τόσο πολύ! Έπρεπε να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει τίποτα εδώ πέρα παρά μόνο εγώ. Έβγαλα λοιπόν αυτή την σκέψη από το μυαλό μου».
Μεταξύ του 1934 και του 1963, αυτό το φρούριο της εποχής του Εμφυλίου Πολέμου, μετατράπηκε σε σωφρονιστικό ίδρυμα, στο οποίο οι έγκλειστοι είχαν πολύ δύσκολες στιγμές επειδή κατά κύριο λόγο αυτό το τοπίο τους υπενθύμιζε συνέχεια την απώλεια της ελευθερίας τους. Ο George DeVincenzi, ένας φύλακας στο Αλκατράζ από το 1950 έως το 1957 ανέφερε ότι αυτή η γειτνίαση με την κουλτούρα της Καλιφόρνια οδήγησε πολλούς φυλακισμένους στην παράνοια.
Όπως λέει: «Τα γιοτ περικύκλωναν το νησί κι οι άνδρες στο τρίτο διάζωμα του δεύτερου και τρίτου τετραγώνου μπορούσαν να δουν τις κοπέλες να φορούν μπικίνι και να πίνουν κοκτέιλ. Ήταν τόσο κοντά αλλά ταυτόχρονα τόσο μακριά.»
Τα νοητικά παιχνίδια έγιναν ακόμη πιο βίαια.
«Όταν νύχτωνε, το μέρος γινόταν πιο κρύο κι υγρό», λέει ο DeVincenzi. «Μπορούσες να ακούσεις το κουδούνισμα από τις σειρήνες ομίχλης. Ήταν ένας ήχος που πολλές φορές γινόταν τρομακτικός ακόμη και για τους δολοφόνους που βρίσκονταν ανάμεσα μας.»
Οκτώ άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Αλκατράζ από τους έγκλειστους. Ένας φύλακας δολοφονήθηκε ύστερα από επίθεση που δέχθηκε στα πλυντήρια των φυλακών στα μέσα του 1930 και δύο κατά την διάρκεια μιας οργανωμένης εξέγερσης το 1946. Πέντε έγκλειστοι σκοτώθηκαν από ξαφνικές επιθέσεις κι άλλοι πέντε αυτοκτόνησαν.
Τσίμπημα στα οπίσθια
Τσίμπημα στα οπίσθια
Για χρόνια μετά από το κλείσιμο της φυλακής, η αίσθηση της απομόνωσης του νησιού παραμένει ακόμα. Μέχρι την εποχή των κινητών τηλεφώνων οι νυχτερινοί φύλακες είχαν ένα τηλέφωνο που επέτρεπε την επικοινωνία από το πλοίο στην ακτή.
Ο Erik Novencido είχε αναλάβει τη νυχτερινή βάρδια φύλαξης του νησιού για 10 χρόνια. Το χειρότερο ήταν να διασχίζει τους διαδρόμους του δωματίου θεραπείας με ηλεκτροσόκ. Μια φορά το φωτογράφισε για να το δείξει στους φίλους του. Όταν εμφάνισε το φιλμ, όπως λέει, η φωτογραφία δείχνει ένα πρόσωπο μέσα στο δωμάτιο το οποίο στεκόταν πίσω του και τον κοιτούσε. Ποτέ δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Απλά τρομοκρατήθηκα! Οι φύλακες εδώ μου έλεγαν διάφορες ιστορίες για το τι συνέβαινε εδώ. Και τους έλεγα να τις κρατήσουν για τον εαυτό τους καθώς εγώ έχω ήδη τις δικές μου.»
Ο βετεράνος φύλακας του πάρκου, Craig Glassner, φοβόταν ακόμη και την ημέρα, λέγοντας: «Μια φορά ήμουν σε ένα απομονωμένο σημείο κι άκουσα έναν ήχο σαν κάποιος να φυσούσε μέσα σε ένα μεγάλο μπουκάλι της coca cola. Σκέφθηκα να τρέξω και τότε αντιλήφθηκα ότι ο αέρας φυσούσε ανάμεσα από τα κάγκελα ενός φράχτη. Πραγματικά φοβήθηκα!»
Η Mary McClure που δούλευε νύχτες στο Αλκατράζ για 12 χρόνια προτιμούσε την απομόνωση. «Ήταν η ιδέα ότι είσαι μόνος σε όλο το νησί», όπως είπε.
Κι όμως, υπήρξαν διάφορα περίεργα περιστατικά.
Όπως αναφέρει η McClure, μια 52χρονη πρώην βοηθός ιατρού: «Πολλές φορές τη νύχτα είχα την αίσθηση ότι κάποιος με τσιμπούσε στα οπίσθια. Αυτό συνέβαινε με μεγάλη συχνότητα. Δεν έχω κάποια εξήγηση για αυτό και δεν το αναφέρω σε άλλους ανθρώπους γιατί ξέρω ότι θα με κάνει να ακούγομαι σαν τρελή.»
Ο 83χρονος John Banner ήταν έγκλειστος στο Αλκατράζ για 4 χρόνια την δεκαετία του 1950. Ακόμη θυμάται τον οξύ ήχο που έκανε ο αέρας το βράδυ. «Παρέμενα άγρυπνος, ακούγοντας τον ήχο του αέρα, προσπαθώντας να έχω κατά νου τη λογική που είχα αφήσει πίσω μου και πάντα σκεφτόμουν την σκληρότητα αυτής της φυλακής», λέει ο κατάδικος ληστής τραπεζών που ζει στην Αριζόνα.
Το υλικό των φωτογραφιών εγκλημάτων
Όταν νυχτώνει δε μπορείς να φύγεις από το Αλκατράζ, μόνο «δραπετεύεις». Ένας δασοφύλακας δίνει στον Johnson τα κλειδιά του νησιού, κατευθυνόμενος προς το ferry boat το οποίο μεταφέρει τους τελευταίους 5000 επισκέπτες. Ο Johnson στέκεται ανάμεσα στους γλάρους. Αυτά τα μεγάλα πουλιά είναι παντού, παρατεταγμένα στους τοίχους και πετάνε σαν όρνια, κάνοντας τον να νιώθει άβολα.
Όπως λέει: «Είναι σα να με παρακολουθούν για να δουν αν θα καταρρεύσω, όπως στην ταινία The Birds του Alfred Hitchcock.» Κάνει έναν έλεγχο μήπως ξέμεινε κάποιος τουρίστας πίσω και προετοιμάζεται για τη μεγάλη νύχτα. Ο πατέρας του Johnson ήταν φύλακας στις φυλακές της Νέας Υόρκης. Είναι σα να έχει την δουλειά αυτή στο αίμα του όμως το Αλκατράζ είναι κάτι το διαφορετικό.
Όταν κι οι τελευταίες αχτίδες του ηλίου χάνονται, το φρούριο του νησιού μετατρέπεται σε ένα θλιβερό κι άχαρο μέρος το οποίο ήταν το υλικό για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες εγκλημάτων την δεκαετία του 1950. Ο Johnson ακούει μουσική από το iPod του. Πληρώνεται με υπερωρίες για την 18ωρη βάρδια του (από τις 3 μ.μ. έως τις 9 π.μ.) όμως πολλές φορές στην έρημη νύχτα σκέφτεται ότι αυτά τα χρήματα είναι σα «ματωμένα».
Στις 8 π.μ. το ράδιο του κατακλύζεται από φωνές των αστυνομικών του πάρκου κι ο Johnson καταλήγει στην αρχική του θέση καθώς τα πουλιά φεύγουν γρήγορα από τα περβάζια. Το φυλάκιο φαίνεται σαν ένα στοιχειωμένο κάστρο. Διασχίζει τον διάδρομο των κελιών που οι έγκλειστοι κάποτε αποκαλούσαν ως Broadway και Sunset Alley and Seedy Street. Καθώς μπαίνει σε ένα έρημο κελί ακούει την βαριά σιδερένια πόρτα να τρίζει. Ο μικρός χώρος φαίνεται εντελώς μαύρος παρόλο που τα μάτια του έχουν συνηθίσει σ’ αυτόν.
Σταματάει στο κελί του Frank Lee Morris του οποίου το θαρραλέο ξέσπασμα απαθανατίστηκε στην ταινία «Απόδραση από το Αλκατράζ». Ο Morris και δύο ακόμη άνδρες άφησαν κάποια ομοιώματα των κεφαλιών τους από σαπούνι και χαρτί τουαλέτας μέσα στα κελιά τους. Το σχέδιο τους ήταν να εξαπατήσουν τους φύλακες ενώ αυτοί θα δραπέτευαν μέσα από τις τρύπες που είχαν σκάψει στους τοίχους των κελιών τους.
Ο Johnson κοιτάζει το σχεδιάγραμμα του ψεύτικου κεφαλιού στο κελί όπως το έχει σχεδιάσει ένας τουρίστας. Καταλαβαίνει πως θα ένιωθαν οι άνδρες εδώ καθώς λέει: «Δέκα χρόνια εδώ; Θα είχα τρελαθεί πολύ πιο πριν.»
Την αυγή ο νυχτερινός φύλακας είναι πια κουρασμένος από τον «Βράχο». Δίνει τα κλειδιά στον δασοφύλακα και κάνει την δική του απόδραση από το Αλκατράζ, με τον ήλιο να πέφτει στο πρόσωπο του.
source